- διακοσιοστῇ
- διακοσιοστόςtwo-hundredthfem dat sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διακοσιοστῆι — διακοσιοστῇ , διακοσιοστός two hundredth fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακοσιετηρίδα — η 1. συνεχής περίοδος διακοσίων ετών 2. συμπλήρωση διακοσίων χρόνων από ένα γεγονός, διακοσιοστή επέτειος 3. γιορτή για τη διακοσιοστή επέτειο. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1881 στον Ιω. Καμπούρογλου] … Dictionary of Greek